Graham Coxon
Ο Graham Coxon,ο κιθαρίστας των Blur, έχει αναπτύξει μια σημαντική σόλο καριέρα παράλληλα με τη συμμετοχή του στο διάσημο βρετανικό συγκρότημα. Η δισκογραφία του αντικατοπτρίζει τη δημιουργικότητά του και την ικανότητά του να εξερευνά διάφορα μουσικά είδη, από lo-fi indie rock μέχρι folk και electronica.
Το σόλο ντεμπούτο του, “The Sky Is Too High” (1998), είναι ένα χαμηλών τόνων άλμπουμ που συνδυάζει lo-fi αισθητική και ακουστικές μελωδίες. Κομμάτια όπως το “In a Salty Sea” και το “Hard & Slow” δείχνουν την ευαισθησία και την απλότητα της προσέγγισής του. Το επόμενο άλμπουμ του, “The Golden D” (2000), ήταν πιο σκληρό και πειραματικό, με επιρροές από punk και grunge. Το “Crow Sit on Blood Tree” (2001) ακολούθησε, προσφέροντας μια πιο σκοτεινή και εσωστρεφή ματιά στη μουσική του Coxon.
Με το “The Kiss of Morning” (2002), ο Coxon επέστρεψε σε μια πιο μελωδική και folk προσέγγιση, με τραγούδια όπως το “Bitter Tears” και το “Escape Song”. Το “Happiness in Magazines” (2004) ήταν το πιο επιτυχημένο εμπορικά άλμπουμ του, με singles όπως το “Freakin’ Out” και το “Bittersweet Bundle of Misery”. Το “Love Travels at Illegal Speeds” (2006) συνέχισε την επιτυχημένη πορεία του, προσφέροντας δυναμικά και γεμάτα ενέργεια κομμάτια. Το άλμπουμ “The Spinning Top” (2009) ήταν μια πιο ακουστική και αφηγηματική προσπάθεια, ενώ το “A+E” (2012) επανήλθε σε πιο ηλεκτρικούς και πειραματικούς ήχους. Το “The End of the F*ing World”** (2018), soundtrack της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς, παρουσίασε μια νέα πλευρά του Coxon, εστιάζοντας σε ατμοσφαιρικές και συναισθηματικά φορτισμένες συνθέσεις.
