All-time αγαπημένα μουσικά ντοκιμαντέρ μέρος 2ο

Επειδή μια λίστα δεν είναι ποτέ αρκετή, σας έχουμε follow-up με μερικά ακόμα αγαπημένα μουσικά ντοκιμαντέρ!

Από rock, punk, jazz και indie, τα παρακάτω ντοκιμαντέρ απαντούν σε όλα τα γούστα και όλες τις διαθέσεις.

Κινηματογραφιστές όπως οι Morgan Neville, Martin Scorsese και Wim Wenders έχουν αναγάγει το μουσικό ντοκιμαντέρ σε τέχνη.  Τέχνη άξια του αντικειμένου της. Αποφύγαμε τα αγιογραφικά πορτρέτα, με τις μπανάλ τυπικότητες και τον ελάχιστα-διορατικό χαρακτήρα τους. Τελικά βρήκαμε τα πιο προσωπικά, εξωφρενικά και αποκαλυπτικά μουσικά ντοκιμαντέρ.

20 Feet From Stardom

20 Feet From Stardom

Το πρώτο μας entry έρχεται από τον Morgan Neville. (Υπεύθυνο για το “Keith Richards: Under the Influence” ). Βραβευμένο με Oscar, είναι το “20 Feet From Stardom”. Ξεκινάει καταλλήλως με το προβοκατόρικο “Walk on the Wild Side” του Lou Reed, οι στίχοι του οποίοι λένε “and the colored girls sing/doo, da-doo, da-doo, doo, doo…”. Άλλωστε αυτό είναι και το θέμα του Neville, σε αυτό το μοναδικά γενναιόδωρο ντοκιμαντέρ. Οι αφανείς ήρωες στο πίσω μέρος της σκηνής. Όλοι ακούμε τις φωνές τους αλλά κανείς δεν γνωρίζει τα ονόματά τους. Οι back-up singers. Η επιτυχία καλλιτεχνών όπως Bruce Springsteen, Mick Jagger, Sting, Stevie Wonder και πολλών ακόμα, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα back-up φωνητικά. Ο θρίαμβος του “20 Feet From Stardom” έγκειται στο ότι ρίχνει τον προβολέα σε εκείνες τις φωνές δίνοντας τους επιτέλους την αναγνώριση που τους αξίζει.

Με ένα υπέροχο soundtrack και ειλικρινείς συνεντεύξεις. Οι ανεξιστόρητες ιστορίες -οι solo καριέρες που δεν έγιναν ποτέ και η σκληρή δουλειά που σπάνια παίρνει τα εύσημα- , της Darlene Love, της Merry Clayton και άλλων λιγότερο γνωστών back-up τραγουδιστών έρχονται, έστω και αργοπορημένα, στο προσκήνιο. Ο Neville, στρέφει επίσης εύστοχα το φακό στη φυλετική ανισότητα και την εκμετάλλευση μέσα στη μουσική βιομηχανία.

Kurt Cobain: Montage of Heck

Kurt Cobain: Montage of Heck

Σε αυτό το δίωρο μοντάζ από ζωγραφιές, animation, ηχογραφήσεις, οικογενειακά φιλμ, ημερολόγια και φωτογραφίες ο Brett Morgen συνθέτει ένα έντονο και πολύ προσωπικό μωσαϊκό της ζωής του frontman των Nirvana, Kurt Cobain. Ένα πορτρέτο που σταματάει απότομα με την αυτοκτονία του, το 1994. Οι συνεντεύξεις με τους γονείς και την αδελφή έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Περιγράφουν ένα ατίθασο, υπερκινητικό παιδί, με ανασφάλειες, ντροπή και μια έντονη ανάγκη να αγαπηθεί. Γι αυτό και ίσως η πρώτη μια ώρα του ντοκιμαντέρ είναι και η καλύτερη. Με ηχογραφήσεις του ίδιου που προσφέρουν πολλά ενδεικτικά στοιχεία για την πορεία της μετέπειτα, σύντομης, ζωής του.

Το δεύτερο κομμάτι που παρακολουθεί περισσότερο την “ειδυλλιακή” του ζωή με την Courtney Love ίσως είναι πιο μεροληπτικό όμως έχει κι αυτό την ελκυστικότητα του. Ενδιαφέρον έχει επίσης και το controversy που προκάλεσε. Αρχικά  ο πρώην drummer των Nirvana, Dave Grohl, παρά το ότι είχε δώσει συνέντευξη δεν συμπεριλήφθηκε στην ταινία. Έπειτα, ο Buzz Osbourne, ιδρυτικό μέλος των Melvins και καλός φίλος του Cobain, κάνοντας review του “Montage of Heck”, είπε πως “το 90% του ντοκιμαντέρ είναι μαλακίες”. Μολονότι οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται απευθείας από τον ίδιο τον Kurt Cobain, κάτι που του δίνει μια κάποια αξιοπιστία. Σε κάθε περίπτωση, είτε θεωρείτε ότι το “Montage of Heck” είναι biased είτε όχι, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα οπτική που σηκώνει συζήτηση.

Buena Vista Social Club

Ο Γερμανός σκηνοθέτης Wim Wenders ακολουθεί τον κιθαρίστα Ry Cooder στην Κούβα. Εκεί ο Cooder συγκεντρώνει ένα group ξεχασμένων, βετεράνων Κουβανών μουσικών για τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Οι “super-abuelos” (σούπερ παππούδες), όπως είναι ο κουβανέζικος χαρακτηρισμός τους, πήραν το όνομα τους από το βραβευμένο με Grammy άλμπουμ του, στην δημιουργία του οποίου συμμετείχαν. Το “Buena Vista Social Club”. Ο ογδοντάχρονος πιανίστας Ruben Gonzalez, ο Compay Segundo και Ibrahim Ferrer δίνουν αληθινές, ανθρώπινες συνεντεύξεις στα γραφικά σοκάκια της Havana. Τριγυρίζουν στους δρόμους της Νέας Υόρκης, όπου δίνουν συναυλία, με ανοιχτό το στόμα και έναν παιδικό ενθουσιασμό. Το “Buena Vista Social Club”, αποτελεί ίσως μια από τις σημαντικότερες μουσικές ταινίες όλων των εποχών όχι τόσο για το θέμα της. Αλλά γιατί έβγαλε από την αφάνεια την μουσική της Κούβας και έγινε παραπάνω από μια απλή ταινία. Έγινε ένα μουσικό είδος από μόνο του.

Sound City

Sound City και Sonic Highways

Ο Dave Grohl, πρώην μέλος των Nirvana και νυν frontman των Foo Fighters μας φέρνει όχι ένα, αλλά δυο εξαιρετικά entries. Το πρώτο είναι το “Sound City”. Η ιστορία του θρυλικού στούντιο ηχογράφησης, στο Van Nuys της California, που από το 1961 μέχρι το 2011 φιλοξένησε ονόματα όπως οι Fleetwood Mac, Neil Young, Red Hot Chilli Peppers, Tom Petty και άλλους.

Από τα πιο θρυλικά άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν στο Sound City μέχρι την αγορά της custom αναλογικής κονσόλας, Neve, του στούντιο από τον Grohl. Το ντοκιμαντέρ καταλήγει σε μια συγκέντρωση των μεγαλύτερων rock μουσικών για να ηχογραφήσουν ένα νέο άλμπουμ χρησιμοποιώντας την αυθεντική κονσόλα. Με συνεντεύξεις από original παραγωγούς και staff του στούντιο, jamming sessions και performances από σπουδαίους μουσικούς, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Dave Grohl αποτελεί μια ωδή στην αναλογική εποχή της rock&roll. Μια ματιά στην επίδραση της τεχνολογίας και του ψηφιακού κόσμου στην μουσική του σήμερα.

Από την άλλη μεριά έχουμε το “Sonic Highways. Μια σειρά οχτώ επεισοδίων, σε παραγωγή του HBO. Με αφορμή την 20η επέτειο των Foo Fighters, οι Grohl & Company κάνουν ένα road-trip σε διάφορες πόλεις της Αμερικής με σκοπό να εντοπίσουν την μουσική κληρονομιά του κάθε μέρους και να ηχογραφήσουν τον ομώνυμο όγδοο δίσκο τους. Κάθε επεισόδιο εξερευνά την μουσική ιστορία του τόπου και περιλαμβάνει συνεντεύξεις “ντόπιων” καλλιτεχνών (Buddy Guy, Gary Clark Jr., Dolly Parton, Rick Nielsen κ.α). Επισκέπτεται επίσης θρυλικά στούντιο για να ηχογραφήσει ένα κομμάτι από το άλμπουμ σε κάθε πόλη. Από το Σικάγο, στο Λος Άντζελες και το Σιάτλ, το “Sonic Highways” είναι ένα “ερωτικό γράμμα στην ιστορία της μουσικής της Αμερικής”, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Grohl.

Let’s Get Lost

Ένα ασπρόμαυρο πορτρέτο του jazz τρομπετίστα και τραγουδιστή Chet Baker . Εξιστορεί μια τραγική αλλά γνώριμη πλοκή. Ενός ακόμα βιρτουόζου της μουσικής, ρημαγμένου από τον εθισμό του στα ναρκωτικά. Το “Let’s Get Lost” αντιπαραθέτει δύο δεκαετίες, 1950 και 1980. Η πρώτη, η αρχή της καριέρας ενός νεαρού, όμορφου Baker που έφερνε στον James Dean και τον Jack Kerouac. Η δεύτερη ενός πρώιμα-γερασμένου, απαθούς, ναρκομανή. Μολονότι το “Let’s Get Lost” δεν αποτελεί μια στεγνή, απόλυτα αντικειμενική αφήγηση, ο διάσημος, φωτογράφος μόδας Bruce Weber, μας χαρίζει μια εκκεντρική, αισθητικά άψογη ταινία. Και στον Chet Baker έναν φανταστικό, πολυτελή μικρόκοσμο,  -όπου η ηλικία και η εξασθένιση του δεν έχουν σημασία- , για να ζήσει αιώνια. Προς το τέλος του ντοκιμαντέρ (έναν χρόνο πριν το θάνατό του) ένας βουρκωμένος Baker λέει “It was a dream”.

Πάντως, αν προτιμάτε την αντικειμενικότητα, για την “αληθινή” ιστορία του Baker, ο Terrence Rafferty, στη New York Times, προτείνει την βιογραφία του 2002, “Deep in a Dream: The Long Night of Chet Baker”, του James Gavin.

Dig!

Dig!

Απαθανατισμένο κατά τη διάρκεια εφτά ετών. Το “Dig!” είναι το χρονικό της φιλίας αλλά και της έντονης έχθρας δύο συγκροτημάτων και των ιδρυτών τους, του Courtney Taylor των Dandy Warhols και του Anton Newcombe των Brian Jonestown Massacre. Οι retro-sixties μουσικοί που ξεκινούν με ένα κοινό όραμα μιας μουσικής επανάστασης παίρνουν πολύ διαφορετικούς δρόμους στο κυνήγι της επιτυχίας. Καταλήγουν να μισιούνται και να παίζουν ξύλο στη σκηνή. Από τη μια, ο πραγματιστής Taylor γνωρίζει κάποια επιτυχία με τους Warhols. Από την άλλη ο τοξικός Newcombe, των φαινομενικά πιο ταλαντούχων Brian Jonestown Massacre, πέφτει στα ναρκωτικά. Γενικά φαίνεται να κάνει τα πάντα για να σαμποτάρει τον εαυτό του και τη μπάντα. Εξωφρενικοί τσακωμοί, τεράστια “εγώ”, live που πήραν απρόσμενη τροπή και άλλα παράξενα γεγονότα. Το “Dig!” είναι όσο απρόβλεπτο, τραγικό και σαρδόνιο όσο και οι χαρακτήρες που παρουσιάζει.

Για την ιστορία πάντως, μετά την κυκλοφορία του ντοκιμαντέρ τα μέλη και των δύο συγκροτημάτων, του άσκησαν σφοδρή κριτική. Συμφώνησαν πως ο αρνητικός τρόπος που παρουσιάζεται ο Anton και οι Jonestown ήταν άδικος. Ο Taylor σε συνέντευξη του λέει ότι “…Είναι ταινία, όχι ντοκιμαντέρ, κατασκεύασε (η σκηνοθέτης Ondi Timoner) μια πλοκή, εκεί που δεν υπήρχε πλοκή”.

Jazz on a Summer's Day

Jazz on a Summer’s Day

Στην προκειμένη περίπτωση ο χαρακτηρισμός “ντοκιμαντέρ” είναι λίγο παραπλανητικός. Το “Jazz on a Summer’s Day” συλλαμβάνει τους ήχους και τις εικόνες από το Newport Jazz Festival του 1958 σε ένα εξαιρετικά πολύχρωμο concert film. Μυθικοί καλλιτέχνες της jazz όπως οι Louis Armstrong, Thelonious Monk, Dinah Washington, Chuck Berry, Jimmy Giuffre, Anita O’ Day και πολλοί ακόμη, παίζουν μουσική με φόντο τη θάλασσα και την παραλία του Newport. Δεν έχει καμμία σχέση με τις περισσότερες jazz ταινίες της εποχής με το καπνισμένο, μυστηριώδες, ασπρόμαυρο σκηνικό. Το φιλμ έχει εκπληκτική φωτογραφία που αιχμαλωτίζει ζωηρά τόσο τους καλλιτέχνες όσο και το κοινό. Πλάνα από ιστιοπλοϊκά να πλέουν στο νερό. Ζευγάρια που χορεύουν με χρωματιστές ενδυμασίες. Αποπνέει έναν αέρα καλοπέρασης και χαλάρωσης, καθώς ακούγονται νότες από τρομπέτες, σαξόφωνα και ξεχωριστές φωνές. Ιδιαίτερα, οι λάτρεις του είδους θα ερωτευτούν το “Jazz on a Summer’s Day”. Αποτελεί μια φανταστική κολεξιόν από κλασσικές jazz ερμηνείες.

The Decline of Western Civilization

Σε αυτή την τριλογία της Penelope Spheeris (Wayne’s World), παρακολουθούμε την ιστορία της hardcore punk, της heavy metal και το φαινόμενο των gutter punks, του Λος Άντζελες. Γυρισμένο κατά τη διάρκεια των ετών 1979-1980 το πρώτο μέρος προκάλεσε σοκ και δέος με την κυκλοφορία του το 1981. Το ντοκιμαντέρ βυθίζεται στο χαοτικό κόσμο της punk σκηνής με βίντεο, συνεντεύξεις και live από συγκροτήματα όπως οι Black Flag, X, Circle Jerks, Fears και the Germs. (Την ίδια εποχή η αστυνομία διαδήλωνε ενάντια στις συναυλίες τους. Ο τότε-αρχηγός του LAPD έφτασε στο σημείο να απαιτήσει με επίσημη επιστολή να μην προβληθεί ξανά η ταινία στο L.A ).

Το 1988, ακολουθεί το δεύτερο μέρος “The Decline of Western Civilization: The Metal Years”. Καλύπτοντας τα χρόνια από το ’86 εώς το ’88, το “The Metal Years” ακολουθεί την άνοδο θρυλικών hard rock και hair-metal συγκροτημάτων και καλλιτεχνών από τους Aerosmith, τον Alice Cooper και τους Kiss, στον Ozzy Osbourne, τους Motorhead και τους W.A.S.P. Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει αξιομνημόνευτες candid σκηνές. Μεταξύ αυτών, του κιθαρίστα των W.A.S.P., Chris Holmes να επιπλέει σε μια πισίνα μεθυσμένος, και του Ozzy Osbourne να ψήνει μπέικον φορώντας μια λεοπάρ ρόμπα.

Μια δεκαετία αργότερα, το 1998, κυκλοφορεί το τρίτο και τελευταίο μέρος “The Decline of Western Civilization III”. Αυτό καταγράφει το τραγικό gutter punk lifestyle των άστεγων νέων στην πόλη και περιλαμβάνει performances από τους Naked Aggression και Final Conflict. Ο τίτλος πιθανά να αναφέρεται σε μια κριτική του Lester Bangs για τον δίσκο των Stooges “Fun House”. Εκεί γράφει πως η δημοτικότητα των Stooges σηματοδοτεί “την πτώση του Δυτικού πολιτισμού”. Η ανθολογία της “παραμεθόριας” μουσικής ιστορίας του Λος Άντζελες, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε, πλέον αναγνωρίζεται ως ένα άξιο, εκπαιδευτικό, ιστορικό ντοκουμέντο. Ένα σημαντικό έργο τέχνης.

Two Trains Runnin'

Two Trains Runnin

Σε αυτό το εύρημα-διαμάντι δύο αφηγήσεις πλέκονται η μια με την άλλη, αντιπαραθέτοντας από τη μια τη blues και από την άλλη την πολιτική. Η ιστορία ξεκινάει τον Ιούνιο του 1964. Δύο ομάδες νεαρών θαυμαστών ταξιδεύουν από την Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια, στην καρδιά του Αμερικάνικου Νότου, το Μισισίπι. Σκοπός τους να βρουν τους μουσικούς τους ήρωες. Δύο ξεχασμένους τραγουδιστές της blues, τους Skip James και Son House. Την ίδια εποχή το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα βρίσκεται στο απόγειο του. Εκατοντάδες φοιτητές παίρνουν κι εκείνοι το δρόμο προς το Μισισίπι, συμμετέχοντας στην καμπάνια που έγινε γνωστή ως “Freedom Summer”. Στις 21 Ιουνίου τρεις από αυτούς τους φοιτητές εξαφανίστηκαν, δολοφονημένοι από την Ku Klux Klan.

Τα γεγονότα που συνέβησαν, μέσα στο καλοκαίρι που άλλαξε την Αμερική για πάντα, αφηγούνται μέσα από συγκινητικές συνεντεύξεις, εικόνες και πλούσιο βίντεο-υλικό. Το “Two Trains Runnin’” με εντυπωσιακή ιστορική ακρίβεια εξερευνά τον ιδεαλισμό, τη βιαιότητα, τη γενναιότητα και τη δύναμη της μουσικής, πάνω στον καμβά της ανθρώπινης ιστορίας. Το ντοκιμαντέρ έχει επίσης εξαιρετικά performances από τον Buddy Guy, την Lucinda Williams και τον Gary Clark Jr.

The Last Waltz

The Last Waltz

Ημέρα Ευχαριστιών, 1976, Σαν Φρανσίσκο. Οι Καναδο-Αμερικάνοι, The Band, ύστερα από δεκαεφτά χρόνια έρχονται για να δώσουν την τελευταία συναυλία της καριέρας τους. Την οποία ονομάζουν “The Last Waltz”. Μαζί τους εμφανίζονται, ως special guests οι Eric Clapton, Bob Dylan, Ringo Starr, Ronnie Wood, Muddy Waters, Neil Young, Neil Diamond, και καμιά δεκαριά ακόμα από τα μεγαλύτερα ονόματα του Woodstock. Το φιλμ ξεκινάει από το τέλος της συναυλίας. Ο Robbie Robertson των The Band βγαίνει στη σκηνή. Με χειροκροτήματα από το κοινό, και λέει “You’re still here, huh?”. Έπειτα, παίζουν το τελευταίο κομμάτι της βραδιάς, το “Don’t Do It” (cover από το “Baby Don’t You Do it” του Marvin Gaye) και λένε καληνύχτα.

Όπως καταλαβαίνεις έπεται και συνέχεια. Μοναδικά performances, από το Muddy Waters να γρυλίζει στο “Mannish Boy”, τον Neil Young να οδηγεί τη μπάντα σε ένα rendition του “Helpless”, και το Van “The Man” Morrison να χτυπιέται σε ένα φανταστικό “Caravan”. Και πολλά, πολλά ακόμα. Ενδιάμεσα, παρακολουθούμε ένα μοντάζ από συνεντεύξεις με τα μέλη της μπάντας. Μιλούν στο σκηνοθέτη Martin Scorsese, για τη ζωή τους on-the-road. Το “The Last Waltz” δικαίως έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σπουδαιότερα concert film ντοκιμαντέρ που φτιάχτηκε ποτέ.

Item added to cart.
0 items - 0,00